- τρισέλιδος
- -η, -οπου έχει τρεις σελίδες, που αποτελείται από τρεις σελίδες: Τρισέλιδο διήγημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τρισέλιδος — η, ο, Ν αυτός που αποτελείται από τρεις σελίδες (α. «τρισέλιδη αναφορά» β. «τρισέλιδο δελτίο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + σέλιδος (<σελίδα), πρβλ. δι σέλιδος. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο περιοδικό Πανδώρα] … Dictionary of Greek